αμονοπώλητος

αμονοπώλητος
-η, -ο
αυτός που δε μονοπωλήθηκε: Οι συγκοινωνίες ήταν τότε αμονοπώλητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμονοπώλητος — η, ο [μονοπωλώ] 1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου 2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”